- αλφικός
- -ή, -ό [αλφισμός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλφισμό2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από αλφισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλμπίνος — ο ή αλφικός, ο (Βιολ.) άτομο που παρουσιάζει αλφισμό*, αλφικός … Dictionary of Greek
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek